- προβλῆτος
- προβλήςthrown forwardmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόβλητος — thrown forth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβλητος — ον, Α [προβάλλω] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ ἕλωρ», Σοφ.) 2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα … Dictionary of Greek
προβλήτους — πρόβλητος thrown forth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοπρόβλητος — η, ο (Μ θεοπρόβλητος, ον) (για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόβλητος (< προ βάλλω), πρβλ. εθνο πρόβλητος, λαο πρόβλητος] … Dictionary of Greek
λαοπρόβλητος — η, ο αυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο εκλεκτός τού λαού («λαοπρόβλητος ηγέτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πρόβλητος (< προ βάλλω), πρβλ. εθνο πρόβλητος, θεο πρόβλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πατριπροβλήτως — και πατροπροβλήτως Μ (για το Άγιο Πνεύμα) ως εκπορευόμενο από τον Πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πρόβλητος (< προβάλλω) + επιρρμ. κατάλ. ως. Ο τ. πατριπροβλήτως < πατρί, δοτ. τού πατήρ] … Dictionary of Greek